- ὀλιγαρχικῶς
- ὀλιγαρχικόςoligarchicaladverbial
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ολιγαρχικός — ή, ό (Α ὀλιγαρχικός, ή, όν) [ολιγαρχία] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στην ολιγαρχία 2. (για πρόσ.) αυτός που εμφορείται από ολιγαρχικά φρονήματα, ο οπαδός τής ολιγαρχίας νεοελλ. φρ. «ολιγαρχικό πολίτευμα» η ολιγαρχία. επίρρ...… … Dictionary of Greek